προπριαιταρία

προπριαιταρία
ἡ, Α
ιδιοκτησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού λατ. επίθ. proprietarius «ιδιόκτητος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”